υπερφιάλως

υπερφιάλως
ΜΑ
επίρρ. βλ. υπερφίαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερφιάλως — ὑπερφίαλος overbearing adverbial ὑπερφίαλος overbearing masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερφίαλος — η, ο / ὑπερφίαλος, ον, ΝΜΑ μτφ. αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αυθάδης (α. «έχει πολλές και υπερφίαλες αξιώσεις» β. «ἔπη ὑπερφίαλα», Απολλ. Ρόδ. γ. «ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν», Πίνδ. δ. «ἐπεὶ οἱ παῑδες ὑπερφίαλοι καὶ ἄπιστοι», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”